καιρίᾳ — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρία — καιρία, ἡ (Α) [καίρος] σχοινί ή ταινία, κορδέλα που χρησιμεύει για περίδεση … Dictionary of Greek
καίρια — καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καιρίας — καιρίᾱς , καίριος in fem acc pl καιρίᾱς , καίριος in fem gen sg (attic doric aeolic) καιρίᾱς , καιρία tape fem acc pl καιρίᾱς , καιρία tape fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίαι — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίαν — καιρίᾱν , καίριος in fem acc sg (attic doric aeolic) καιρίᾱν , καιρία tape fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίρι' — καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριε , καίριος in masc voc sg καίριε , καίριος in masc/fem voc sg καίριαι , καίριος in fem nom/voc pl καίριαι , καιρία tape fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριῶν — καιρία tape fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek